- πλαγιόκαρπος
- πλᾰγιό-καρπος, ον,A having fruit at the sides, Thphr. HP1.14.2,3.18.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλαγιόκαρπος — ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει καρπό στα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + καρπός (πρβλ. λεπτό καρπος, ολιγό καρπος)] … Dictionary of Greek
πλαγιόκαρπον — πλαγιόκαρπος having fruit at the sides masc/fem acc sg πλαγιόκαρπος having fruit at the sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιόκαρπα — πλαγιόκαρπος having fruit at the sides neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek